Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας

Πάνος Λώλος

Μέλος ΔΣ του φορέα Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη & Γενικός Διευθυντής Τομέα Διέλασης Χαλκού και Κραμάτων της ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ Α.Ε.

 

Η ελληνική βιομηχανία αποτελεί το 9% του ΑΕΠ, συμβάλλει στο 87% της αξίας των εξαγωγών αγαθών και στο 42% των συνολικών εξαγωγών (συμπεριλαμβανομένων του τουρισμού, της ναυτιλίας και των μεταφορών). Παράλληλα, συνεισφέρει 40% του συνολικού φόρου εισοδήματος των νομικών προσώπων και 13% των αμοιβών των εργαζομένων στην Ελλάδα, ενώ αμείβει κατά 37% καλύτερα τους εργαζομένους της σε σχέση με τον μέσο όρο. Τέλος, συνεισφέρει κατά 37% στις δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) που πραγματοποιούνται στη χώρα μας και επενδύει 5 φορές περισσότερο από κάθε άλλον τομέα της οικονομίας μας.

Η σημασία της ελληνικής βιομηχανίας για την εγχώρια οικονομία είναι αυταπόδεικτη και αποτελεί συνέχεια του διεθνούς παραδείγματος, κατά το οποίο οι πλέον ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες του κόσμου είναι και οι πλέον ανεπτυγμένες βιομηχανικά.

Το μέλλον της ελληνικής βιομηχανίας δεν μπορεί να βασίζεται στις σταθερές και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα του παρελθόντος, πολλά εκ των οποίων έχουν οριστικά απολεσθεί και μάλιστα εντός ενός δυναμικού διεθνούς περιβάλλοντος.

Η ελληνική βιομηχανία διέπεται από επιχειρήσεις που διαθέτουν το κρίσιμο μέγεθος για να αναπτυχθούν περαιτέρω διεθνώς και από άλλες που διαθέτουν χαρακτηριστικά ποιοτικής διαφοροποίησης. Και τα δυο είναι απαραίτητα για τη μεγέθυνσή της. Μη διαθέτοντας σημαντική πρόσβαση σε πρώτες ύλες, σημαντικά γεωγραφικά πλεονεκτήματα που καθιστούν την εφοδιαστική αλυσίδα ευχερέστερη σε σχέση με τις αγορές της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και χωρίς σημαντικό μέγεθος εγχώριας αγοράς, η ελληνική βιομηχανία είναι εξαρχής υποχρεωμένη να είναι εξωστρεφής και διαφοροποιημένη ως προς τα παραγόμενα προϊόντα της. Κυρίως όμως οφείλει να αναπτυχθεί διαθέτοντας εθνικούς πρωταθλητές οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν ένα οικοσύστημα κλάδων και επιχειρήσεων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, οφείλει να αναπτυχθεί ευέλικτα λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για σχετική αυτάρκεια, κάτι που κατέστη πλήρως αναγκαίο κατά την τρέχουσα πανδημία, και μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να αποφύγει την οικονομική και πολιτική εξάρτηση.

Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας είναι απολύτως εφικτή, αλλά είναι και απολύτως αναγκαία για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Υπάρχουν σαφή πλεονεκτήματα αλλά παράλληλα υφίστανται και σαφή μειονεκτήματα ως προς την επίτευξη του στόχου για τη συμμέτοχη της ελληνικής βιομηχανίας στο 12% του ΑΕΠ έως και το 2025, όπως τονίσθηκε το περασμένο έτος από την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό της χώρας και όπως επιδιώκουν οι φορείς εκπροσώπησης της βιομηχανίας. Η σύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Βιομηχανίας είναι μια θετική πρωτοβουλία, αλλά τα περισσότερα εμπόδια για την ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι παλαιά και γνωστά.

Η βιομηχανική πολιτική της χώρας είναι εθνική υπόθεση και ως τέτοια πρέπει να ιδωθεί από όλους τους εμπλεκομένους, μιας και το όφελος από την περαιτέρω ανάπτυξη διαχέεται στο σύνολο της κοινωνίας. Η ελληνική βιομηχανία αναπτύχθηκε σημαντικά στο παρελθόν όταν επικράτησαν συγκεκριμένες συνθήκες και το ίδιο μπορεί και πρέπει να γίνει και τώρα, εξασφαλίζοντας σημαντικές προοπτικές σε πολλούς νέους αποφοίτους ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων διαφόρων επιστημονικών ενδιαφερόντων.