«Η Εκατονταετηρίς της Επαναστάσεως»

Της «χρησιμότητος της ερεύνης της νεωτάτης μας και συγχρόνου ιστορίας» υπεραμυνόταν ο συγγραφέας


Πριν από έναν αιώνα, το 1921, η Ελλάδα ετοιμαζόταν να γιορτάσει την επέτειο των 100 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, εκκινώντας τις προετοιμασίες ήδη από το 1918, όταν υποβλήθηκε από το υπουργικό συμβούλιο σχέδιο νόμου «Περί συστάσεως επιτροπής προς πανηγυρισμόν της Εκατονταετηρίδος της Εθνικής Παλιγγενεσίας», προκειμένου να εκφραστεί, αφενός, η εθνική ευγνωμοσύνη προς τους αγωνιστές του 1821 και, αφετέρου, να προβληθεί η πρόοδος του έθνους έκτοτε.

Με Βασιλικό Διάταγμα ορίστηκε πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Εκατονταετηρίδος ο Θεμιστοκλής Σοφούλης και γενικός γραμματέας ο Ιωάννης Δαμβέργης, στενός συνεργάτης για κάποιο διάστημα και διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ελευθέριου Βενιζέλου, ενώ οι επιμέρους επιτροπές στελεχώθηκαν από πρόσωπα της δημόσιας ζωής με θεσμικό ρόλο.

Με την κυβερνητική αλλαγή του 1920, σε ρόλο προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής Εκατονταετηρίδος τοποθετήθηκε ο Πρίγκιπας Νικόλαος, ενώ ο διδάκτωρ της Νομικής Σχολής –και μετέπειτα καθηγητής της ΑΣΟΕΕ– Γεώργιος Χαριτάκης διορίστηκε γενικός γραμματέας.

Λόγω όμως των έκτακτων συνθηκών της μικρασιατικής εκστρατείας και έπειτα από πρόταση της ίδιας της Κεντρικής Επιτροπής Εκατονταετηρίδος, με Βασιλικό Διάταγμα ορίστηκε Εκτελεστική Επιτροπή, η οποία πρότεινε να αναβληθούν οι εορτασμοί και να μετατεθούν για το 1930, προκειμένου να υπάρχει το χρονικό περιθώριο για προετοιμασία εκδηλώσεων, ανέγερση μνημείων και συγγραφή ιστορικών εκδόσεων. Το σκεπτικό της αναβολής μεταφέρει ο πρόλογος της έκθεσης «Η Εκατονταετηρίς της Επαναστάσεως», όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι: «(...) η Εκτελεστική της Εκατονταετηρίδος Επιτροπή εθεώρησεν άκαιρον την υπό τοιούτους όρους διεξαγωγήν εορτασμών και απεφάσισε την αναβολήν τούτων δι’ ευθετωτέραν εποχήν, η δε απόφασις αυτή ήτο τότε τοσούτον μάλλον δικαιολογημένη, καθόσον και αυτή ακόμη η σύγκλησις της Κεντρικής Επιτροπής, της οποίας πλείστα μέλη απουσίαζον των Αθηνών, ήτο δύσκολος, παντός δε Έλληνος η προσοχή ήτο εστραμμένη προς τα πεδία, τα οποία νικηφόρος διέτρεχεν η στρατευθείσα ελληνική νεολαία».

Εντούτοις, παρά την εμπλοκή της Ελλάδας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, υπήρξε την εποχή εκείνη ένας έντονος διάλογος τόσο για το είδος όσο και για το περιεχόμενο των εορτασμών. Στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου, ο γενικός γραμματέας κατέγραψε όχι μόνο τις προσωπικές του απόψεις και τις προτάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής για τους εορτασμούς, αλλά και τις γνώμες που παραδόθηκαν από τον προκάτοχό του Ιωάννη Δαμβέργη, καθώς και απόψεις σταχυολογημένες μέσω δημοσιευμάτων στον ημερήσιο Τύπο της εποχής.

Ο προτεινόμενος εορτασμός κατά τον Χαριτάκη κινούνταν σε τρεις άξονες: α) εορταστικές εκδηλώσεις, με προεξάρχουσα την πρόταση για υλοποίηση μιας Έκθεσης, ελληνικής και διεθνούς, πλουτοπαραγωγικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής, με συναφείς θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, έκδοση μεταλλίων και γραμματοσήμων, β) ανέγερση καλλιτεχνικών μνημείων και ιδίως μεγαλοπρεπούς Ηρώου στην Αθήνα και μικρότερων μνημείων στην επαρχία, σε τοποθεσίες όπου καταγράφηκαν αξιοσημείωτα ιστορικά συμβάντα, και γ) δημοσιεύματα που θα περιλάμβαναν καταλογογράφηση αρχειακών πηγών σχετικών με το 1821, σύνταξη βιβλιογραφίας για την προεπαναστατική, επαναστατική και μετεπαναστατική περίοδο, έκδοση λευκωμάτων, καθώς και έκδοση ιστορικών επισκοπήσεων της δράσης του ελληνισμού από το 1800 και έπειτα.

Με το πόνημα αυτό, σε συνδυασμό με το καταγεγραμμένο έργο της Επιτροπής στα αρχεία και στον Τύπο, ο ερευνητής μπορεί να εξαγάγει χρήσιμα συμπεράσματα για τη νοηματοδότηση της εθνικής επετείου και τον τρόπο σκέψης μιας εποχής που σημαδεύτηκε από τις πολεμικές συγκρούσεις και τον μεγαλοϊδεατισμό.

Η έκθεση «Η Εκατονταετηρίς της Επαναστάσεως» του Γ. Χαριτάκη είναι προσβάσιμη από το Ιδρυματικό Αποθετήριο «Πυξίδα» (www.pyxida.aueb.gr) και έχει ψηφιοποιηθεί από το αντίτυπο που φυλάσσεται στη Συλλογή Σπάνιων Βιβλίων της Βιβλιοθήκης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.